Το ελληνικό παραδοσιακό κλαρίνο – Αλέξανδρος Αρκαδόπουλος

— το κείμενο που ακολουθεί είναι προϊόν απομαγνητοφώνησης του παραπάνω video —

Περιεχόμενα

  • Εισαγωγή
  • Από τι υλικό είναι φτιαγμένο το κλαρίνο;
  • Τι σύστημα χρησιμοποιούμε στην Ελλάδα;
  • Τα μέρη του οργάνου
  • Πώς κουρδίζουμε το κλαρίνο;
  • Συντήρηση του οργάνου

Εισαγωγή

Ο πρόγονος του κλαρίνου είναι το γαλλικό πνευστό όργανο σαλυμώ (γαλλ. Chalumeau), το οποίο στα Γαλλικά σημαίνει Κάλαμος. Ο πρώτος που βοήθησε στην τεχνική εξέλιξη του οργάνου είναι ο Γιόχαν Κρίστοφ Ντέννερ o οποίος πρόσθεσε το κλειδάκι της “ψυχής”, ώστε να αποκτήσει το όργανο μεγαλύτερη έκταση. Επιπλέον κάποιοι άλλοι τεχνίτες όπως ο Γάλλος Υάκινθος Κλοζέ, ο Μύλλερ, και ο Ροντόλφο Sax βοήθησαν και αυτοί στην εξέλιξη του συστήματος κλειδιών του οργάνου που ονομάζεται κλαρίνο.

 

Ιστορία του κλαρίνου

Στην Ελλάδα ήρθε περίπου το 1830 – 1850 και μετά. Κάποιες πληροφορίες λένε ότι ήρθε με τις μπάντες του Όθωνα, ενώ κάποιες άλλες πληροφορίες μιλάνε για πλανόδιους μουσικούς που τα φέρανε από την Ευρώπη και την Ανατολή. Το βασικό είναι ότι το σύστημα Albert επικράτησε στο κλαρίνο και αυτό γιατί βοήθησε τους λαϊκούς οργανοπαίκτες της φλογέρας και του ζουρνά να περάσουν το ρεπερτόριο και τις τεχνικές των αντίστοιχων οργάνων στο κλαρίνο.

 

Προέλευση ονομασίας

Η ονομασία κλαρίνο προέρχεται από την λέξη “clarus” που σημαίνει διαυγής, καθαρός, λαμπερός. Με τη λέξη clarus χαρακτηρίζουμε επίσης και μία συγκεκριμένη περιοχή στην έκταση της τρομπέτας. Η έκταση του κλαρίνου είναι περίπου τρεισήμισι οκτάβες ,από το Μι1 την πιο χαμηλή του νότα έως το Do4 ψηλά.

 

Από τι υλικό είναι φτιαγμένο το κλαρίνο;

Έβενο ή Νταλμπέργια μελανόξυλο;

Μιλώντας για τα υλικά που είναι φτιαγμένο το κλαρίνο, εδώ θα πρέπει να λύσουμε μία μεγάλη παρεξήγηση που υπάρχει εδώ και χρόνια .Το κλαρίνο δεν είναι φτιαγμένο από έβενο. Το γένος του ξύλου που είναι φτιαγμένο το κλαρίνο ονομάζεται νταλμπέργια μελανόξυλο (Dalbergia melanoxylon) και έχει δύο υποκατηγορίες, τη grenadillia και το African blackwood. Η grenadillia είναι πιο καφέ ξύλο, λίγο πιο ελαφρύ και αρκετά πορώδες. Αντίστοιχα το African blackwood είναι πιο βαρύ ξύλο, λιγότερο πορώδες και έχει πιο σκούρο χρώμα.

Η παρεξήγηση προήλθε από το γεγονός ότι κάποια στιγμή το γένος ξύλου Dalbergia melanoxylon ονομάστηκε έβενος μοζαμβίκης, από εκεί λοιπόν η λέξη έβενος χαρακτηρίζει εσφαλμένα το υλικό κατασκευής του κλαρίνου. Ο έβενος σαν ξύλο ανήκει στο γένος διόσπυρος ,είναι αρκετά βαρύς, βασικά είναι το πιο βαρύ ξύλο. Είναι το μοναδικό ξύλο που βυθίζεται στο νερό, είναι πολύ πυκνό και πολύ σκληρό, που σημαίνει δεν έχει παλμό, το οποίο χρειαζόμαστε για την κατασκευή ενός μουσικό οργάνου και ιδιαίτερα πνευστού. Ο έβενος χρησιμοποιείται στην οργανοποιία για την κατασκευή της ταστιέρας, των έγχορδων και τοξοτών οργάνων, καθώς επίσης και για την κατασκευή των κλειδιών.

 

Τι σύστημα χρησιμοποιούμε στην Ελλάδα;

Σύστημα Albert

Το σύστημα που κυκλοφορεί ευρέως στο κλαρίνο είναι το σύστημα Albert με τα 17 κλειδιά και το σύστημα bohem. Στην Ελλάδα στην παραδοσιακή μουσική χρησιμοποιούμε το σύστημα Albert για τους λόγους που μιλήσαμε προηγουμένως.
Οι κυρίαρχες τονικότητες είναι τονικότητα σε σι-ύφεση, τονικότητα λα, τονικότητα Do, τονικότητα MI-ύφεση, τονικότητα σολ, υπάρχει το μπάσο κλαρίνο και το κόντρα μπάσο κλαρίνο. Στη δημοτική μουσική της Ελλάδας χρησιμοποιούμε το λα και το κλαρίνο σε σι-ύφεση.

 

Υλικό κατασκευής των κλειδιών

Το υλικό κατασκευής των κλειδιών του μηχανισμού του οργάνου είναι από το λεγόμενο γερμανικό ασημί ή αρζαντό. Είναι ένα κράμα χαλκού, ψευδαργύρου, νικελίου και δεν περιέχει ασήμι. Τα τελευταία χρόνια βέβαια κατασκευάζονται κλαρίνα τα οποία έχουνε επαργύρωση στα κλειδιά ή επινικέλωση.

 

Τα μέρη του οργάνου

Τα μέρη του κλαρίνου

Σε αυτό το σημείο να παραθέσουμε κάποιες πληροφορίες για τα μέρη του οργάνου. Έχουμε το επιστόμιο ή αλλιώς μπουκίνο ή μπουκαδούρα, το βαρελάκι ή βαρέλι η βαρελότο, το άνω στέλεχος, το κάτω στέλεχος και τη καμπάνα.

 

Πώς ενώνουμε τα μέρη του κλαρίνου

Με το αριστερό μας χέρι πιάνουμε το κάτω στέλεχος με προσοχή χωρίς να πιέζουμε κλειδιά και αφού περάσουμε όλους τους φελλούς με ειδική βαζελίνη για να γλιστράνε τα κομμάτια, τοποθετούμε την καμπάνα.

Στη συνέχεια με το δεξί μας χέρι τοποθετημένο στο κενό που δημιουργείται, και ποτέ πάνω στις δύο τελευταίες τάπες γιατί απορρυθμίζονται εύκολα ,τοποθετούμε το πάνω κομμάτι μέσα στο κάτω κομμάτι. Στη συνέχεια τοποθετούμε το βαρέλι και μετά το επιστόμιο. Προσέχουμε ώστε η τρύπα της ψυχής να είναι στην ίδια ευθεία με τον αντίχειρα, όπως επίσης και το καλάμι μας.

 

Επιστόμια

Μιλώντας για το επιστόμιο να πούμε ότι υπάρχουν γαλλικού, γερμανικού και αυστριακού τύπου επιστόμια ανάλογα με την αισθητική μας και την ευκολία που επιθυμούμε στο παίξιμο. Για τον ήχο και για το κούρδισμα διαλέγουμε το κατάλληλο επιστόμιο πάντα αναλόγως και με τη μάσκα μας. Το καλύτερο υλικό είναι το hard rubber.

Αντίστοιχα υπάρχουν διαφόρων ειδών φασέτες ή σφικτήρες από διάφορα υλικά: μέταλλο, χρυσό, ασήμι, δέρμα, συνθετικό δέρμα, ξύλο, με δύο βίδες με μία βίδα, από μπροστά οι βίδες ή από πίσω. Υπάρχουν διάφοροι τρόποι σφιξίματος και στα σημεία πίεσης του καλαμιού. Η επιλογή και εδώ εξαρτάται από τη χροιά που θέλουμε να δώσουμε στον ήχο μας.

 

Το πείραγμα της μπουκαδούρας

Ένα μεγάλο κεφάλαιο πρέπει να θίξουμε είναι το λεγόμενο πείραγμα του μπουκαδούρας, δηλαδή η τεχνική και ο σκοπός για τον οποίον πειράζουμε ένα επιστόμιο.

Όταν λέμε «πειραγμένο» ένα επιστόμιο αναφερόμαστε σε αυτό που ενώ ήταν εργοστασιακό, κάποιος τεχνίτης με ειδική τεχνική, συγκεκριμένες κινήσεις και ειδικά εργαλεία ανοίγει το team opening και γενικά αυτή τη διαδρομή μπροστά από το επιστόμιο. Σκοπός του πειράματος, ειδικά στην δημοτική μουσική της Ελλάδας είναι η μεγαλύτερη άνεση στο παίξιμο, ο πιο λαμπερός και πιο πριμαριστός ήχος και η ευκολία παιξίματος και αναπαραγωγής των νοτών στην υψηλή περιοχή των οργάνων.

 

Καλάμια

Στην Ελληνική παραδοσιακή μουσική χρησιμοποιούμε No1 καλάμι. Πολλές εταιρείες φτιάχνουν καλάμια νούμερο ένα, γιατί χρειαζόμαστε τον μαλακό χαρακτήρα των καλαμιών ώστε να έχουμε ευλυγισία και να αποδίδουμε τα μικροδιαστήματα της ελληνικής μουσικής, κάνοντας όλα αυτά τα προηγούμενα πειράματα στο παίξιμο, ώστε να αποδώσουμε το χρώμα της κάθε περιοχής.

Κάθε φορά που ξεκινάμε να παίξουμε, πριν τοποθετήσουμε το καλάμι το υγραίνουμε αρκετά με το σάλιο μας και το τοποθετούμε σε μία επίπεδη επιφάνεια και το πιέζουμε ώστε να ισιώσει, γατί όντας ξεραμένο το καλάμι έχει πάρει έτσι μία κλίση και έχει στραβώσει λιγάκι. Τοποθετούμε πρώτα το σφιγκτήρα και μετά το καλάμι. Το φέρνουμε στην ευθεία σε σχέση με το επιστόμιο και στην κορυφή του και στη διαδρομή του, σφίγγουμε σε ένα μέτριο βαθμό και είναι έτοιμο να παίξουμε.

Τελειώνοντας το παίξιμο θα πρέπει να αφαιρούμε το καλάμι, να το πλένουμε με λίγο νερό, να το σκουπίζουμε με ένα μαλακό ύφασμα και να το τοποθετούμε στην ειδική θήκη. Δεν θα πρέπει το καλάμι να μένει επάνω στο επιστόμιο.

Αν μαλακώσει κατά τη διάρκεια του παιξίματος υπερβολικά και δε μας επιτρέπει να παίξουμε όπως θέλουμε, μπορούμε να το βαρύνουμε σηκώνοντάς το ελάχιστα πάνω από το επιστόμιο. Το αντίθετο αν είναι αρκετά βαρύ δηλαδή το νιώθουμε βαρύτερο όταν παίζουμε, το κατεβάζουμε λίγο σε σχέση με την άκρη του επιστομίου.

Υπάρχει και ένα άλλο μικρό κόλπο. Μπορούμε να ανοίξουμε το tip, το άνοιγμα δηλαδή για να περάσει ο αέρας με πολύ προσοχή με το προστατευτικό καπάκι που έχουμε. Τραβάμε λίγο προσωρινά το καλάμι προς τα έξω δίνοντας μας μία λύση της στιγμής.

 

Τα βαρέλια

Τα βαρέλια κατασκευάζονται και αυτά από ξύλο, από ακριβό πλαστικό ή ακόμα και από αλουμίνιο. Σαφώς έχουμε διαφορετικό ήχο κάθε φορά. Καλό θα ήτανε για να βοηθούμε στο κούρδισμα ανάλογα με την υγρασία και θερμοκρασία του περιβάλλοντος, να έχουμε δύο ή ακόμα και τριών ή τεσσάρων διαφορετικού μήκους βαρέλια, ώστε κάθε φορά να προσαρμοζόμαστε στο κούρδισμα σε σχέση με την υγρασία και τη θερμοκρασία.

 

Καμπάνα

Αναφορικά με την καμπάνα και αυτή μας δίνει διαφορετικό ήχο ανάλογα το υλικό της, το μήκος της και το σχήμα του κώνου. Υπάρχουν καμπάνες ξύλινες και πλαστικές.

 

Πώς κουρδίζουμε το κλαρίνο;

Ρύθμιση μήκους βαρελιού

Σε περίπτωση που είμαστε υψηλοί στο κούρδισμα αναφορικά με ένα κουρδιστήρι, θα πρέπει να χαμηλώσουμε.

Πώς χαμηλώνουμε; Αυξάνοντας το μήκος του οργάνου σηκώνοντας ελάχιστα το βαρέλι ή βάζοντας ένα βαρέλι πιο μακρύ. Το αντίθετο όταν είμαστε χαμηλοί και πρέπει να ψηλώσουμε πρέπει να κοντύνουμε το μήκος, τοποθετώντας μέσα το βαρέλι ή βάζουμε πιο κοντό βαρέλι. Δε θα πρέπει αυτές οι διακυμάνσεις να είναι πολύ μεγάλες, θα πρέπει να αφαιρούμε έως δύο με τρία χιλιοστά το πολύ, γιατί δημιουργούνται κενά και δημιουργούνται κάποιες στροβιλισμοί που δεν βοηθάνε στην ποιότητα του ήχου.

Ο καλύτερος καιρός ή μάλλον το καλύτερο χρονική περίοδος για να επιλέξουμε τι μήκος βαρελιού θα τοποθετήσουμε μέσα στο κλαρίνο είναι περίπου Απρίλιος – Μάιος, όπου ο καιρός δεν είναι ούτε πολύ ζεστός ούτε πολύ κρύος.

 

Γιατί έχουμε διακύμανση στο κούρδισμα;

Δεν οφείλεται στη συστολή και διαστολή του οργάνου, όπως είναι εσφαλμένα διαδεδομένο. Έχει σχέση με την πυκνότητα του αέρα που κυκλοφορεί μέσα στα όργανα. Όταν ο καιρός είναι ζεστός και ξηρός είναι πιο αραιός ο αέρας, κυκλοφορεί ο ήχος πιο γρήγορα, οπότε ψηλώνει το όργανο. Το ανάποδο, όταν ο αέρας είναι κρύος, ο καιρός είναι κρύος, ο αέρας είναι υγρός και πυκνός και ο ήχος κυκλοφορεί πιο αργά που σημαίνει ότι πέφτει η τονικότητα του οργάνου και θα πρέπει να κάνουμε κάτι για αυτό με τα βαρέλια μας.

 

Έλεγχος κουρδίσματος

Σε αυτό το σημείο είναι σημαντικό να πούμε πώς ελέγχουμε το κούρδισμα ενός οργάνου ειδικά ενός καινούργιου οργάνου ή ενός οργάνου που πρόκειται να αγοράσουμε.

Η πρώτη κίνηση είναι να ζεστάνουμε αρκετά καλά, τουλάχιστον 15 λεπτά με διάφορους τρόπους το κλαρίνο (με κλίμακες, με κομμάτια , με τενούτες).

Η επόμενη κίνηση είναι ξεκινάμε από το Σολ1 συνεχίζουμε λα- σι – ντο – ρε – μι – φα δίεση και τις διέσεις τους σολ δίεση – λα δίεση – ντο δίεση – ρε δίεση και τις ελέγχουμε στο κουρδιστήρι αν είναι σωστές.

Αντίστοιχα πάμε στην πάνω περιοχή. Ρε – ρε δίεση – μι – φα – φα δίεση – σολ – σολ δίεση – λα – λα δίεση – σι – ντο –ντο δίεση. Ελέγχουμε και αυτές τις νότες.

Αν κάποια από αυτές τις πάνω ή της κάτω περιοχής είναι αρκετά ξεκούρδιστη δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι, δεν μπορούμε να πειράξουμε την τρύπα ώστε να την χαμηλώσουμε ή να την ψηλώσουμε γιατί χαλάει το κούρδισμα στην αντίστοιχη νότα στην άλλη περιοχή.

Συνεχίζουμε ανοιχτό σολ – σολ δίεση – λα μπορούμε εύκολα να πειράξουμε τις τρύπες κλείνοντας ή ανοίγοντας ώστε να κουρδίσουμε αν κάποια από αυτές είναι αρκετά ξεκούρδιστη.

Την ψυχή, το λα δίεση δηλαδή δεν το πειράζουμε ποτέ. Οι χαμηλές νότες φα δίεση – φα – μι σχεδόν σε όλα τα κλαρίνα είναι χαμηλές από κατασκευής του οργάνου ώστε να είναι κουρδισμένες η ντο- ντο δίεση – σι επάνω .

Θα πρέπει να πούμε ότι η νότα λα εκφέρεται από τη θέση-τρύπα που παίζουμε σολ. Άρα για να κουρδίσουμε τη νότα λα πειράζουμε την τρύπα του σολ. Πάντα πειράζουμε από κάτω προς τα πάνω. Αν δηλαδή θέλουμε να κουρδίσουμε τη ρε και τη μι, πρώτα κουρδίζουμε τη ρε και μετά τη μι. Αντίστοιχα αν θέλουμε πιο πολλές νότες ντο – ρε – μι , ξεκινάμε από την ντο στη συνέχεια ρε και κατόπιν κουρδίζουμε τη μι με το πείραμα των τρυπών.

 

Συντήρηση του οργάνου

Τέλος πρέπει να πούμε κάποια πράγματα για τη συντήρηση των οργάνων.

Πάντα όταν τελειώνουμε βγάζουμε το καλάμι και σκουπίζουμε το εσωτερικό του οργάνου με έναν σχοινοκαθαριστήρα ο οποίος συνήθως είναι δερμάτινος, υφασμάτινος, από συνθετικά υφάσματα ή από μετάξι.

Πάντα σκουπίζουμε τους φελλούς με χαρτάκι για να φύγει η βαζελίνη και τις πατούρες στην υποδοχή του φελλού σε όλα τα κομμάτια του οργάνου.

Δεν βάζουμε πότε λάδι σε ένα κλαρίνο που παίζουμε, ούτε μέσα ούτε απέξω για το λόγο ότι η υγρασία που έχει ρουφήξει το ξύλο, το σώμα του οργάνου με το λάδι, φυλακίζεται στο σώμα του οργάνου και προσπαθώντας να τη διώξει το όργανο μπορεί να ραγίσει. Το λάδι λειτουργεί ως μονωτικό πάνω στο ξύλο και δεν το αφήνει να αναπνεύσει και να βγάλει την υγρασία που έχει δεχθεί την ώρα που παίζουμε.

Λάδι βάζουμε μόνο στο εσωτερικό του κλαρίνου και σε όργανα τα οποία δεν παίζουμε, αυτά δηλαδή που δεν παίρνουν υγρασία από μας, που σημαίνει ότι με το λάδι αυτό το βοηθάμε να κρατάει υγρό το ξύλο του.

Αποφεύγουμε τις θερμοκρασιακές διακυμάνσεις, δηλαδή δεν μεταφέρουμε το κλαρίνο από ένα πολύ κρύο περιβάλλον σε ένα πολύ ζεστό και το ανάποδο. Επίσης ποτέ δε φυσάμε σε ένα όργανο ο οποίο είναι αρκετά κρύο γιατί δέχεται απότομα υψηλής θερμοκρασίας αέρα και μπορεί εκείνη τη στιγμή να ραγίσει. Γενικά το διατηρούμε και το κρατάμε σε χώρο με θερμοκρασία δωματίου αποφεύγοντας τις απότομες αλλαγές θερμοκρασίας.


Για όσους θέλουν να μάθουν παραδοσιακό κλαρίνο ακολουθώντας την αναλυτική μέθοδο ασκήσεων και ρεπερτορίου του κ. Αρκαδόπουλου μπορούν να ξεκινήσουν την συνδρομή τους στο συνδρομητικό κανάλι Joinatutor.com.

Τα 416 video μαθήματα οργανωμένα σε 4 επίπεδα, οι 100 ρυθμοί για μελέτη και επίσης η αποκλειστική πρόσβαση στο κλειστό group για ερωτήσεις που απαντώνται από τον ίδιο τον Αλέξανδρο Αρκαδόπουλο θα σας βοηθήσουν να μάθετε κλαρίνο με την παραδοσιακή μέθοδο “ακούω, βλέπω, παίζω”.

Δείτε το συνδρομητικό κανάλι εδώ